- διατονικός
- -ή, -ό(μουσ.), χαρακτηριστικός όρος της σχέσης ανάμεσα σε γειτονικούς φθόγγους μέσα στη μείζονα και ελάσσονα κλίμακα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διατονικός — ή, ό (AM διατονικός, ή, όν) [διάτονος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο διατονικό ή στο διάτονο* 2. μουσικός όρος που χαρακτηρίζει τις σχέσεις μεταξύ γειτονικών φυσικών φθόγγων στη μείζονα και ελάσσονα κλίμακα, αντίθετα από τη χρωματική… … Dictionary of Greek
διατονικά — διατονικός neut nom/voc/acc pl διατονικά̱ , διατονικός fem nom/voc/acc dual διατονικά̱ , διατονικός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατονικῶν — διατονικός fem gen pl διατονικός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατονικόν — διατονικός masc acc sg διατονικός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατονικοῖς — διατονικός masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατονικοῦ — διατονικός masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατονικῇ — διατονικός fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατονική — διατονικός fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατονικήν — διατονικός fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατονικῶς — διατονικός adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)